- κελαινόβρωτος
- κελαινό-βρωτος, ον,A black and bloody with gnawing,
ἧπαρ A.Pr. 1025
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἧπαρ A.Pr. 1025
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κελαινόβρωτος — κελαινόβρωτος, ον (Α) αυτός που είναι μαύρος και γεμάτος αίματα όταν τόν τρώει κάποιος («κελαινόβρωτον δ ἧπαρ ἐκθοινάσεται», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κελαινός + βρωτός (< βρωτός < βιβρώσκω), πρβλ. θηρό βρωτος, πυρί βρωτος] … Dictionary of Greek
κελαινόβρωτον — κελαινόβρωτος black and bloody with gnawing masc/fem acc sg κελαινόβρωτος black and bloody with gnawing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελαινός — κελαινός, ή, όν (Α) 1. αυτός που έχει σκοτεινό χρώμα, μαύρος (α. «κελαινὴ νύξ», Ομ. Ιλ. β. «κελαιναὶ Ἐρινύες» γ. «κελαινὰν θῑνα») 2. αυτός που δεν τόν φωτίζει ο ήλιος, σκοτεινός 3. μτφ. (για πάθος) δυσάρεστος, δριμύς («κελαινὴ δίψα», Λυκόφρ.) 5.… … Dictionary of Greek